- Φωκαις
- ΦωκαΐςΦωκᾱΐς-ΐδος ἥ фокеянка Xen., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φωκαΐς — και φωκαιΐς, ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. ως κύριο όν. Φωκαΐς τίτλος ποιήματος τού Ομήρου αρχ. 1. γυναίκα από τη Φώκαια, πόλη τής Μικράς Ασίας 2. η ευρύτερη περιοχή τής παραπάνω πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μακεδον ίς)] … Dictionary of Greek
φώκαις — φώκη seal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)